Δημοσιεύτηκε πρόσφατα από το Κέντρο Οικονομικών Μελετών ΚΕΦιΜ – Μάρκος Δραγούμης, ένα ανεξάρτητο think tank, μια διαχρονική μελέτη για την σχέση που έχει το μισθολογικό κόστος και η παραγωγικότητα στην μεταποίηση από το 1960 έως και το 2018.
Οι ερευνητές του κέντρου συνέλεξαν στοιχεία συσχέτισης μεταξύ του μισθολογικού κόστους και της παραγωγικότητας από το 1960, την πρώτη χρονιά που άρχισαν να καταγράφονται τέτοια στοιχεία.
Ως μισθολογικό κόστος η έρευνα ορίζει το σύνολο των αμοιβών σε χρήμα ή είδος που καταβάλλεται από τον εργοδότη. Ως παραγωγικότητα ορίζεται η προστιθέμενη αξία, δηλαδή η διαφορά μεταξύ παραγωγής και ενδιάμεσης κατανάλωσης, ανά εργαζόμενο. Οι ερευνητές του κέντρου διαχώρισαν την ανάλυση τους ανά δεκαετίες έτσι ώστε να έχουμε σημαντικά συμπεράσματα ανά δεκαετία και συνέκριναν την απόκλιση του κόστους από την παραγωγικότητα σε σχέση με άλλα 7 Ευρωπαϊκά κράτη.
Το πρώτο συμπέρασμα για τα 59 έτη υπό εξέταση είναι ότι κατά την περίοδο 1960-2018, η σχέση εξέλιξης του μισθολογικού κόστους και της αύξησης της παραγωγικότητας δεν είναι σταθερή. Συνολικά, κατά τα έτη 1960-2018 το μισθολογικό κόστος παρουσίασε μέση ετήσια αύξηση 11%, παραπάνω από την παραγωγικότητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για 44 από τα 59 εξεταζόμενα έτη (1960-1967 και 1978-2013) το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε περισσότερο από την παραγωγικότητα, ενώ μόλις για 15 έτη (1968-1977 και 2014-2018) οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας ήταν μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους του μισθολογικού κόστους. Ιδιαίτερα μάλιστα κατά την περίοδο 1981-2000, τα δύο μεγέθη αποσυνδέονται σε αξιοσημείωτα μεγάλο βαθμό καθώς ο ρυθμός αύξησης του μισθολογικού κόστους υπερβαίνει τον αντίστοιχο της παραγωγικότητας από 13% (το 1993) έως 38% (1982 και 1997), με μέσο όριο διαφοράς 27%.
Στο παραπάνω πίνακα παρατηρούμε ότι για τα έτη 1960-2018 η Ελλάδα παρουσίασε την μεγαλύτερη μέση τυπική απόκλιση μεταξύ μισθολογικού κόστους και παραγωγικότητας από τα υπόλοιπα προς σύγκριση κράτη.
Κατά την πρώτη δεκαετία υπό έλεγχο 1960-1969, το μισθολογικό κόστος και παραγωγικότητα στην Ελλάδα ακολούθησαν μια λίγο-πολύ ταυτόσημη πορεία, με δύο μικρές αποκλίσεις, το 1962 και το 1963 το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε 6% παραπάνω από την παραγωγικότητα, ενώ το 1969 συνέβη το ακριβώς αντίστροφο. Η τυπική απόκλιση για αυτή την δεκαετία ήταν στο 3,6.
Κατά την δεκαετία 1970-1979 παρατηρούνται δύο διακριτές τάσεις. Την περίοδο 1972-1975 λόγω της πετρελαϊκής κρίσης, η παραγωγικότητα αυξάνεται κατά 13% περισσότερο από το μισθολογικό κόστος. Αντίθετα από το 1975 έως το 1979 με την μεταπολίτευση, το μισθολογικό κόστος ξεπερνά την παραγωγικότητα κατά 27%. Η τυπική απόκλιση αγγίζει το 12,8 μέσο όρο.
Η δεκαετία του 1980 υπήρξε για την Ελλάδα περίοδος πλήρους αποσύνδεσης του κόστους με την παραγωγικότητα. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που το μισθολογικό κόστος αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 13% ενώ όλα τα υπόλοιπα κράτη αντίστροφα αυξάνουν την παραγωγικότητα έναντι του κόστους τους κατά 3%. Από αυτή τη περίοδο ξεκίνησε και η αποβιομηχανοποίηση του κλάδου της μεταποίησης. Τα κόστη αποδείχτηκαν δυσβάσταχτα για την επιβίωση του κλάδου.
Την περίοδο 1990-1999 η Ελλάδα προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα για πρώτη φορά η παραγωγικότητα να ξεπεράσει το μισθολογικό κόστος κατά 6% σε ετήσια βάση. Η τυπική απόκλιση μεταξύ των δύο μεγεθών ανήρθε στο 6,1 με μόνο την Φιλανδία να την ξεπερνά με 10,1.
Η δεκαετία του 2000-2009 χαρακτηρίστηκε από την έναρξη της κρίσης κατά το τέλος της δεκαετίας. Την πρώτη περίοδο 2000-2008 η παραγωγικότητα αυξανόταν με ρυθμό 2% έναντι του μισθολογικού κόστους. Το 2009 η σχέση αντιστράφηκε και το μισθολογικό κόστος αυξήθηκε κατά 8% περισσότερο από την παραγωγικότητα. Ιδιαίτερα κατά την τριετία 2007-2010 η παραγωγικότητα μειώνεται κατά 19% λόγω της ακαμψίας των μισθών οι οποίοι μειώθηκαν μόνο κατά 3%.
Η τελευταία δεκαετία της έρευνας, 2010-2018 χαρακτηρίστηκε από την εντονότερη κρίση που γνώρισε η Ελλάδα μεταπολεμικά. Οι μισθοί και η παραγωγικότητα ακολούθησαν αντίρροπες πορείες. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε μέχρι και 38% έναντι του μισθολογικού κόστους. Η τυπική απόκλιση κυμάνθηκε στο 13,9 για όλη την διάρκεια της περιόδου. Την ίδια πορεία ακολούθησαν και τα Ευρωπαϊκά κράτη με την Δανία να ακολουθεί με 18% αύξηση της παραγωγικότητας της.
Η μελέτη ολοκληρώνει τα συμπεράσματα της με τον διαχωρισμό της πορείας του κλάδου της μεταποίησης σε τρείς περιόδους:
1. 1960-1977: περίοδος ανάπτυξης
2. 1978-2010: περίοδος συρρίκνωσης.
3. 2011-2018: περίοδος σχετικής στασιμότητας
Από την μεταπολίτευση και μετά η αύξηση των μισθών στην Ελλάδα υπήρξε για μεγάλα χρονικά διαστήματα μεγαλύτερη από εκείνη της παραγωγικότητας, μέχρι την στιγμή που εμφανίστηκε η κρίση βρίσκοντας τον μεταποιητικό κλάδο ευάλωτο και εσωστρεφή. Είναι γεγονός πως ο μεταποιητικός κλάδος της χώρας δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί αποτελεσματικά το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών μέσω της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και της συνεπαγόμενης αφαίρεσης των όποιων εμπορικών εμποδίων.
Η περίοδος μετά το 1980 έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, καθώς την ώρα που οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ωφελούνται από την τάση για απελευθέρωση των αγορών και την μείωση του διοικητικού κόστους στις χώρες τους, οι Ελληνικές επιχειρήσεις δυσκολεύτηκαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό εντός της ενιαίας αγοράς.
Τέλος, βάσει των παραπάνω συμπερασμάτων, το μισθολογικό κόστος δεν αποτελεί πλέον αντικίνητρο για την ανάκαμψη του κλάδου της μεταποίησης στην Ελλάδα. Τα εμπόδια αντιθέτως αφορούν κυρίως το μη μισθολογικό κόστος που προκύπτει από τη φορολογία του εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και το εν πολλοίς αντιαναπτυξιακό ρυθμιστικό και νομικό περιβάλλον.
Οι εξειδικευμένοι Σύμβουλοι επιχειρήσεων της Financial Factor Consulting με την πολυετή εμπειρία τους βρίσκονται πάντα δίπλα στην Ελληνική επιχείρηση υποστηρίζοντας την σε όλα της τα σχέδια, ανεξαρτήτως μεγέθους, είτε αφορούν την καθημερινότητα της είτε την Στρατηγική της στόχευση.
Επιμέλεια Δονάτος Ι. Πετράτος
Financial Factor Consulting
Τμήμα Αναλύσεων