διαμόρφωση της πιστωτικής πολιτικής της επιχείρησης.
Το 74% των εταιρειών δήλωσε ότι η Διάρκεια είσπραξης χρέους αποτελεί το σημαντικότερο δείκτη μέτρησης της απόδοσης της εισπρακτικής πολιτικής (σε κλίμακα «πάρα πολύ» και «πολύ» σημαντικό, 2017: 69%). Ακολουθεί, το ποσοστό της Εκπλήρωσης των εισπρακτικών στόχων που τίθενται στην αρχή της χρονιάς με 73% (2017: 63%). Την τρίτη θέση καταλαμβάνει το ποσοστό των Καθυστερημένων οφειλών ως προς τις απαιτήσεις με 67% (2017: 65%). Επιπλέον ενδιαφέρον για τους Credit officers παρουσιάζουν οι δείκτες του ποσοστού Μείωσης των Επισφαλών Απαιτήσεων καθώς και ο λόγος των Επισφαλών απαιτήσεων προς Πωλήσεις. Οι παραπάνω δείκτες παρακολουθούνται διαχρονικά για την ίδια εταιρεία και συγκριτικά με τον εκάστοτε κλάδο που ανήκει η εταιρεία.
Στην ερώτηση ‘Ποιες από τις παρακάτω περιοχές, θεωρείτε ότι αποτελούν πρώτη προτεραιότητα για έναν Credit Controller την επόμενη τριετία’, ως πρώτη επιλογή ήταν η βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών με ποσοστό 30%. Μεγάλο ποσοστό (27,4%) απάντησε ότι απαιτούνται επένδυση στην τεχνολογία για εφαρμογές διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου, καθώς και ένα ποσοστό (25,2%) θεώρησε ότι χρειάζεται εμπλουτισμός και ενημέρωση της βάσης δεδομένων πελατών.
Οι τομείς πίεσης που ασκούνται στους Credit controllers στην καθημερινή εργασίας τους ειδικά σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα είναι η πίεση για εξασφάλιση ρευστότητας (πληρωμή υποχρεώσεων)(70%), η πίεση για μείωση των επισφαλειών (68%), το άγχος για επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος και για σοβαρή επίπτωση στην εταιρεία σας (66%) και η Πίεση για καλύτερα αποτελέσματα (αύξηση πωλήσεων και κερδοφορίας) (62%).
Από τα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων αξιοποιούν τα δεδομένα των πελατών τους για τον έγκαιρο εντοπισμό πιθανών επισφαλειών (71% απαντήσεις «πάρα πολύ» & «πολύ»). Επιπλέον το 60% του δείγματος θεωρεί ότι οι νέες τεχνολογίες στο χώρο της ανάλυσης δεδομένων θα επηρεάσουν τη διαδικασία αξιολόγησης του πιστωτικού κινδύνου μιας εταιρείας. Τέλος σχεδόν οι μισοί ερωτηθέντες (48%) θεωρούν ότι το ίδιο θα συμβεί και στην ανάλυση της συμπεριφοράς των πελατών.
Τα παραπάνω αποτελέσματα εάν συνδυαστούν και με την οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων για το 2017 σύμφωνα με την ICAP, δεν αφήνουν χώρο για μεγάλη αισιοδοξία. Είναι χαρακτηριστικό πως σε ποσοστό σχεδόν 17% οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν αρνητικά ίδια κεφάλαια, γεγονός που κάνει επιτακτική την ανάγκη κεφαλαιακών ενέσεων προκειμένου να είναι βιώσιμες. Από ένα δείγμα της τάξης των περίπου 15.000 εταιρειών του 2017, περί τις 2.500 εταιρείες είχαν αρνητικά ίδια κεφάλαια, ενώ για πάνω από 750 επιχειρήσεις η εικόνα είναι ακόμη χειρότερη, καθώς και το ταμείο τους παραμένει αρνητικό.
Σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς 10.400 εταιρειών που με βάση τον συνολικό τζίρο τους αντιπροσωπεύουν λίγο πάνω από το 50% της συνολικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι Ελληνικές επιχειρήσεις κατάφεραν κατά το 2017 να ενισχύσουν μόλις με 2,8% τα ίδια κεφάλαιά τους που ως σύνολο για τις εν λόγω εταιρείες έφτασαν στα 72 δισ. ευρώ έναντι 70 δισ. ευρώ το 2016. Ταυτόχρονα κατέγραψαν αύξηση κατά 25% της συνολικής καθαρής κερδοφορίας, η οποία όμως σε απόλυτο νούμερο δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό αν σκεφτεί κανείς ότι διαμορφώθηκε στα 4,43 δισ. ευρώ έναντι 3,53 δισ. ευρώ. Η μεταβολή αυτή που σε απόλυτο νούμερο ήταν της τάξης των 900 εκατ. ευρώ, κατευθύνθηκε εξ’ ολοκλήρου στην μείωση των συσσωρευμένων ζημιών που βρίσκονται στο δυσθεώρητο ύψος των 19,6 δισ. ευρώ.
Οι εξειδικευμένοι Σύμβουλοι επιχειρήσεων της Financial Factor Consulting με την πολυετή εμπειρία τους βρίσκονται πάντα δίπλα στην Ελληνική επιχείρηση υποστηρίζοντας την σε όλα της τα σχέδια, ανεξαρτήτως μεγέθους, είτε αφορούν την καθημερινότητα της είτε την Στρατηγική της στόχευση.
Επιμέλεια Δονάτος Ι. Πετράτος
Financial Factor Consulting
Τμήμα Αναλύσεων