Η διάρθρωση του Δημοσίου χρέους

και σε προηγούμενο άρθρο μας (07.05.18_Το χρέος της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η Ελλάδα διατηρεί τον υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ που για το 2017 ανέρχεται στο 179%. Σύμφωνα λοιπόν με τα τελευταία στοιχεία του Σεπτεμβρίου, το χρέος της κεντρικής διοίκησης για το 3ο Τρίμηνο του έτους, ανέρχεται στα 356,1 δις ευρώ. Το ύψος του χρέους για το 3ο Τρίμηνο παρουσιάζει μια αύξηση περίπου 10 δις ευρώ έναντι του υπολοίπου του προηγούμενου τριμήνου που καταγραφόταν στα 345,4 δις ευρώ. Η αύξηση αυτή προήρθε από την τελευταία εκταμίευση της δόσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, λίγο πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος. Παράλληλα όμως, η εκταμίευση αυτή των 15 δις ευρώ βελτίωσε και τα ταμειακά διαθέσιμα της Κεντρικής Κυβέρνησης από τα 13,1 δις του 2ου Τριμήνου στα 21,7 δις το 3ο Τρίμηνο. Το ποσό αυτό αποτελεί και το μαξιλάρι ασφαλείας που έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα μας.
Όσον αφορά την σύνθεση του συνολικού χρέους, το 71,2% αυτού, δηλαδή περίπου 254 δις ευρώ, αφορούν χρέος προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό στήριξης και υπάγεται στην κατηγορία του μακροπρόθεσμου. Πιο συγκεκριμένα, τα 131 δις προέρχονται από τον EFSF και αφορούν το πρώτο και το δεύτερο πρόγραμμα στήριξης, τα 53 δις ευρώ προέρχονται από τα διμερή δάνεια των Ευρωπαϊκών κρατών απευθείας προς την χώρα μας και τα 60 δις ευρώ προέρχονται από το τρίτο πρόγραμμα του Αυγούστου 2015. Τέλος το υπόλοιπο των 10 δις ευρώ αποτελούν το χρέος της χώρας μας προς το ΔΝΤ.
Υπόλοιπο χρέους ύψους 66,1 δις ευρώ που αντιστοιχεί στο 18,5% του συνολικού μας χρέους αφορά ομόλογα διαφόρων λήξεων που διακινούνται στις αγορές του εσωτερικού, δάνεια της Τραπέζης της Ελλάδος και διάφορα ειδικά διακρατικά δάνεια εξωτερικού.
Τέλος το υπολειπόμενο 10,3% που αντιστοιχεί σε 36,4 δις ευρώ αποτελεί το βραχυπρόθεσμο χρέος της Κεντρικής διοίκησης. Εδώ περιλαμβάνονται τα repos που έχει εκδώσει το Ελληνικό Δημόσιο (περίπου 21 δις ευρώ τα οποία δεν υπολογίζονται στο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης γιατί αποτελούν εσωτερικό χρέος του κράτους) καθώς και οι τίτλοι των εντόκων γραμματίων για τους οποίους αποδέκτες είναι ως επί τω πλείστο οι Ελληνικές τράπεζες.
Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους το πώς διαμορφώθηκε το χρέος κατά την τελευταία εξαετία, καταγράφουμε από το δελτίο δημοσίου χρέους:
2012: 305,5 δις ευρώ             2013: 321,5 δις ευρώ               2014: 324,1 δις ευρώ
2015: 321,3 δις ευρώ             2016: 326,4 δις ευρώ               2017: 328,7 δις ευρώ
2018: 356,1 δις ευρώ
Παρά το γεγονός ότι το ύψος τους χρέους αποτελεί σημαντικό οικονομικό δείκτη, ο καθοριστικός παράγοντας βιωσιμότητας του είναι η διάρκεια αποπληρωμής του και το μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης του. Οι δύο αυτοί παράγοντες διαμορφώνουν το ετήσιο δοσολόγιο που καταβάλει η χώρα μας και καταμετράται στον προϋπολογισμό της Γενικής Κυβέρνησης.
Κατά την διάρκεια των προγραμμάτων στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την χώρα μας, κάθε παλαιό Ομόλογο Ελληνικού Δημοσίου που έληγε αντικαθίστατο από ομόλογα του Μηχανισμού Στήριξης με μακροπρόθεσμη διάρκεια. Αυτή η αναδιάρθρωση της ενηλικίωσης του δημοσίου χρέους είχε ως αποτέλεσμα το 78% του συνόλου του χρέους μας να αποπληρώνεται πέρα των πέντε ετών, το 9% να λήγει μεταξύ ενός και πέντε ετών και το υπόλοιπο 12% να λήγει εντός του έτους. Για να έχουμε μια εκτίμηση της αναδιάρθρωσης του χρέους μας, τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2012 ήταν το 71% πάνω από πέντε έτη, το 18% από ένα έως πέντε έτη και το 11% εντός του έτους. Στην παραπάνω ενηλικίωση του τρέχοντος χρέους δεν περιλαμβάνεται ακόμα η επιμήκυνση των δανείων του EFSF που συμφωνήθηκε στο Eurogroup της 22ας Ιουνίου 2018. Αναμένεται να δούμε ένα ακόμα 8% τίτλων να μεταφερθεί στις πάνω από πέντε έτη λήξεις. Προς το παρόν η μέση σταθμική υπολειπόμενη φυσική διάρκεια του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης την 30η Σεπτεμβρίου ανέρχεται στα 18,5 χρόνια.
Όσον αφορά το είδος των επιτοκίων έκδοσης, σύμφωνα πάντα με το δελτίο, το 85,4% του χρέους αφορά τίτλους σταθερού επιτοκίου και το υπόλοιπο 14,6% κυμαινόμενου επιτοκίου. Το 2012 μόνο το 33% αφορούσε τίτλους σταθερού επιτοκίου και το 67% τίτλους κυμαινόμενου με τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις από τις επιτοκιακές διακυμάνσεις. Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές το μέσο επιτόκιο δανεισμού για την χώρα μας το 2017 κυμάνθηκε γύρω στο 1,8%. Λαμβάνοντας υπόψη το κόστος δανεισμού πριν την κρίση του 4,5% περίπου αντιλαμβανόμαστε το οικονομικό όφελος που είχε η χώρα μας από τα δάνεια του Μηχανισμού Στήριξης.
Οι εξειδικευμένοι Σύμβουλοι επιχειρήσεων της Financial Factor Consulting με την πολυετή εμπειρία τους βρίσκονται πάντα δίπλα στην Ελληνική επιχείρηση υποστηρίζοντας την σε όλα της τα σχέδια, ανεξαρτήτως μεγέθους, είτε αφορούν την καθημερινότητα της είτε την Στρατηγική της στόχευση.
Επιμέλεια Δονάτος Ι. Πετράτος
Financial Factor Consulting
Τμήμα Αναλύσεων

Μοιραστείτε το:

Πρόσφατα

Παλαιότερα Άρθρα

Ιστορικό