Καινοτομία και Ανάπτυξη

22η θέση και καθορίζεται ως χώρα μέτριας καινοτομίας (16.07.18 – Ετήσιος Ευρωπαϊκός πίνακας Καινοτομίας II). Από την ανάλυση των στοιχείων του πίνακα παρατηρούμε δύο σημαντικές λεπτομέρειες: Η ανάπτυξη των επιδόσεων των χωρών στον τομέα της καινοτομίας μεταβάλλεται με αργούς ρυθμούς καθώς επίσης και ότι υπάρχει σημαντικό χάσμα καινοτομίας μεταξύ των χωρών του Νότου με τις χώρες του Βορρά. Οι ηγέτιδες δυνάμεις στον τομέα της καινοτομίας παραμένουν οι σκανδιναβικές χώρες με την Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο να ακολουθούν ενώ οι νότιες χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα καθώς και οι πρώην Ανατολικές να κατατάσσονται στις χώρες με μέτριες επιδόσεις. Οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης καταγράφουν μεν ισχυρές επιδόσεις στον τομέα της καινοτομίας παραμένουν όμως υποδεέστερες των χωρών που ηγούνται.
Σε πρόσφατη μελέτη της Deloitte (The Deloitte Innovation Survey, The case of Greece – Nov2018) οι Ελληνικές μικρομεσαίες Επιχειρήσεις καταγράφουν υψηλές επιδόσεις στην καινοτομία οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν τα μεγέθη των αντίστοιχων Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Περισσότερο από το 80% των επιχειρήσεων της έρευνας απάντησαν ότι πρόκειται να αυξήσουν τις δαπάνες για καινοτομία τα επόμενα 2 έτη με πάνω από το 40% των επιχειρήσεων να απαντούν ότι οι τομείς καινοτομίας που στοχεύουν είναι η καινοτομίες προϊόντων ή διαδικασιών με σκοπό την καλύτερη πελατειακή στόχευση. Αντίθετα σημαντική υστέρηση παρατηρείται σε καινοτομία που βασίζεται σε επιστημονική έρευνα που αποτελεί και τον αρνητικό παράγοντα στην ανάπτυξη καινοτομίας εντός των επιχειρήσεων.
Η κατάταξη που λαμβάνει η χώρα μας στην ευρωπαϊκή καινοτομία φαίνεται ότι επηρεάζεται και καθορίζεται από την ποιότητα των θεσμών και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην συνεργασία τους με τον δημόσιο τομέα. Αυτό συμβαίνει λόγω των θεσμικών αντικινήτρων που υφίστανται στην όποια συνεργασία τους με τα ερευνητικά πανεπιστήμια, την έλλειψη υποστήριξης που χρειάζονται στην προσπάθεια προστασίας βιομηχανικής ιδιοκτησίας αλλά και των δυσκολιών πρόσβασης σε χρηματοδότηση με ανταγωνιστικούς όρους. Έτσι, παρόλο που οι επιχειρήσεις εμφανίζονται να έχουν σχετικώς υψηλά επίπεδα πωλήσεων νέων ή σημαντικά βελτιωμένων προϊόντων, η χώρα αδυνατεί να συμμετάσχει δυναμικά στις εξελίξεις που θα εξασφαλίσουν υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας.
Στον πίνακα καινοτομίας της ευρωπαϊκής ένωσης η Ελλάδα καταγράφει επιδόσεις πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο στον αριθμό των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στις διεθνείς επιστημονικές δημοσιεύσεις και στο πλήθος των καινοτόμων ΜΜΕ. Αντίθετα υστερεί σημαντικά από τον μέσο όρο σε τομείς όπως φιλικό προς την καινοτομία περιβάλλον, χρηματοδότηση και στήριξη, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και αποτελέσματα στις πωλήσεις. Ερμηνεύοντας τα στοιχεία φαίνεται να υπάρχει υψηλή δυνατότητα για καινοτομική ανάπτυξη χωρίς, όμως, αυτή η δυνατότητα να μεταφράζεται σε πράξη (σε πατέντες και σε πωλήσεις καινοτομικών προϊόντων) στην αγορά.
Συνεπώς, υπάρχει μια μεγάλη αναντιστοιχία μεταξύ της καινοτομικής δραστηριότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του αποτελέσματος όσον αφορά σε παραγωγή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, νέα εμπορικά σήματα και νέα προϊόντα. Αυτό, ενδεχομένως, να προέρχεται από το γεγονός ότι αυτό που καταγράφεται ως καινοτομική δραστηριότητα στην Ελλάδα, να μην αποτελεί αμιγώς καινοτομική δραστηριότητα. Επίσης υπάρχει το ενδεχόμενο λόγω της αναιμικής διασύνδεσης μεταξύ ερευνητικών ιδρυμάτων και αγοράς, η όποια καινοτομική δραστηριότητα να αφορά αποκλειστικά την επιστημονική κοινότητα και να μην οδηγεί δυνητικά σε εμπορική εκμετάλλευση. Το τελευταίο, ίσως, αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι οι κοινές ερευνητικές δημοσιεύσεις από στελέχη δημοσίου/πανεπιστημίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι πολύ λίγες στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα της καινοτομικής δραστηριότητας παραμένουν αναντίστοιχα της υψηλής καινοτομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, αλλά και της υψηλής ερευνητικής προσπάθειας που γίνεται από Έλληνες επιστήμονες.
Όσον αφορά τους στόχους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στις δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη, η Ελλάδα καταγράφει σημαντική πρόοδο έχοντας βελτιώσει το ποσοστό του ΑΕΠ της για Έρευνα και Ανάπτυξη από 0,66% το 2013 στο 1,01% για το 2017 με στόχο το 1,2% το 2020.
Οι εξειδικευμένοι Σύμβουλοι επιχειρήσεων της Financial Factor Consulting με την πολυετή εμπειρία τους βρίσκονται πάντα δίπλα στην Ελληνική επιχείρηση υποστηρίζοντας την σε όλα της τα σχέδια, ανεξαρτήτως μεγέθους, είτε αφορούν την καθημερινότητα της είτε την Στρατηγική της στόχευση.
Επιμέλεια Δονάτος Ι. Πετράτος
Financial Factor Consulting
Τμήμα Αναλύσεων

Μοιραστείτε το:

Πρόσφατα

Παλαιότερα Άρθρα

Ιστορικό