Πώς κατέρρευσε η πετρελαϊκή βιομηχανία της Βενεζουέλας

πολιτικές επιλογές οδήγησαν στην κατάρρευση της.
Η Βενεζουέλα, που το τελευταίο διάστημα απασχολεί τα μέσα ενημέρωσης, βρίσκεται επάνω στην ζώνη του ποταμού Ορινόκο ο οποίος στο δέλτα του εμπεριέχει τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αλλά και φυσικού αερίου αποθέματα. Η ζώνη του Ορινόκο (Orinoco belt) υπολογίζεται ότι διαθέτει προς άντληση από 100 έως 270 δις βαρέλια με μια πρόσφατη μελέτη του Αμερικάνικου Γεωφυσικού Ινστιτούτου να ανεβάζει αυτό τον αριθμό στα 513 έως 1,2 τρις βαρέλια. Λόγω του ότι το Δέλτα του Ορινόκο ανήκει κατά τα ¾ στην Βενεζουέλα και κατά το ¼ στην Κολομβία, η εκτίμηση της πετρελαϊκής κοινότητας είναι ότι η Βενεζουέλα θα μπορούσε να αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην πετρελαϊκή αγορά.
Δυστυχώς το πετρέλαιο της ζώνης του Ορινόκο είναι σε μεγάλα βάθη με αποτέλεσμα να απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου για την εξόρυξη του. Αυτές οι επενδύσεις συνιστούν ρίσκο για τις πετρελαϊκές εταιρείες που τις αναλαμβάνουν, αλλά εξισορροπούνται όσο αυξάνεται μακροπρόθεσμα η τιμή του βαρελιού. Επίσης παραμένει ένα ‘βαρύ αργό πετρέλαιο’ με ανάγκη πολλαπλής επεξεργασίας για να καταλήξει εμπορεύσιμο αγαθό σε σχέση με το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής.
Η παραγωγή πετρελαίου της Βενεζουέλας έφθασε σε ιστορικό υψηλό επίπεδο το 1970, όταν η χώρα παρήγαγε 3,8 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως (BPD). Το 1971, η Βενεζουέλα κρατικοποίησε τη βιομηχανία φυσικού αερίου, και άρχισε να λαμβάνει μέτρα για την εθνικοποίηση της πετρελαϊκής της βιομηχανίας. Μέχρι τότε ιδιωτικές εταιρείες είχαν αναλάβει την εξόρυξη των πετρελαϊκών αποθεμάτων. Η πετρελαϊκή βιομηχανία κρατικοποιήθηκε επίσημα το 1976. Την εποχή εκείνη ιδρύθηκε η κρατική πετρελαϊκή εταιρία της Βενεζουέλας Petróleos de Venezuela S.A. (PDVSA).
Μεταξύ 1970 και 1985, η παραγωγή πετρελαίου στη Βενεζουέλα παρουσίασε πτώση άνω του 50%. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η παραγωγή άρχισε να αυξάνεται σταδιακά. Το 1997, η Βενεζουέλα επιθυμώντας να αναπτύξει περαιτέρω την παραγωγή της, επεδίωξε να προσελκύσει ξένες επενδύσεις με αποτέλεσμα να ανοίξει σταδιακά τη βιομηχανία πετρελαίου ξανά στις ξένες εταιρείες.
Έως το 1998, η παραγωγή πετρελαίου της Βενεζουέλας είχε ανακάμψει στα 3,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, φθάνοντας σχεδόν στο προηγούμενο υψηλό της. Το 2003, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας για πολιτικούς λόγους, αποφάσισε να απολύσει 19.000 υπαλλήλους της PDVSA μεταξύ αυτών έμπειρα στελέχη και μηχανικούς εξειδικευμένους στην εξόρυξη υδρογονανθράκων και τους οποίους αντικατέστησε με ανειδίκευτο ανθρώπινο δυναμικό.
Λόγω της μεγάλης αλλαγής ανθρωπίνου δυναμικού στη πετρελαϊκή βιομηχανία και της πτώσης της παραγωγής λόγω έλλειψης εμπειρογνωμοσύνης, η Βενεζουέλα προσκάλεσε διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη των πετρελαϊκών αποθεμάτων της. Εταιρείες όπως η ExxonMobil, η BP, η Chevron, η Total και η ConocoPhillips επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια σε τεχνολογία και υποδομές για να μετατρέψουν το εξαιρετικά βαρύ πετρέλαιο σε εξαγώγιμο προϊόν αργού πετρελαίου.
Το 2007 οι τιμές του πετρελαίου αυξάνονταν και η κυβέρνηση κυνηγώντας περισσότερα έσοδα, απαίτησε αλλαγές στις συμφωνίες των διεθνών πετρελαϊκών εταιρειών με σκοπό να επανέρθει ο πλειοψηφικός έλεγχος των έργων εξόρυξης ξανά στην PDVSA. Οι ExxonMobil και ConocoPhillips αρνήθηκαν και ως εκ τούτου τα περιουσιακά τους στοιχεία δεσμεύτηκαν και απαλλοτριώθηκαν. Οι απαλλοτριώσεις κρίθηκαν αργότερα παράνομες από διεθνή δικαστήρια και υποχρεώθηκε η χώρα να καταβάλει αποζημίωση και στις δύο εταιρείες.
Μετά τις απαλλοτριώσεις του 2007, η παραγωγή πετρελαίου της Βενεζουέλας σημείωσε απότομη πτώση. Το 2018, η παραγωγή πετρελαίου της Βενεζουέλας έφτασε στα 1,5 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, που αντιστοιχεί σε μείωση κατά περισσότερο από 50% από τα επίπεδα του 2006.
Υπάρχουν δύο συναφείς αιτίες που οδήγησαν στην απότομη πτώση της παραγωγής πετρελαίου της Βενεζουέλας. Η πρώτη ήταν η απόρριψη της εμπειρογνωμοσύνης που απαιτείται για την εξόρυξη και διύλιση του βαρέως πετρελαίου της χώρας. Αυτό άρχισε με την απόλυση των υπαλλήλων της PDVSA το 2003 και συνεχίστηκε με την εξώθηση της διεθνούς εμπειρογνωμοσύνης εκτός χώρας το 2007. Δεύτερον, η κυβέρνηση της χώρας απέτυχε να εκτιμήσει το ύψος των κεφαλαιουχικών δαπανών που απαιτούνται για να συνεχιστεί η ανάπτυξη της πετρελαϊκής βιομηχανίας της χώρας. Αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό λόγω της έλλειψης εμπειρίας των στελεχών που διοικούσαν την PDVSA. Επιπλέον όταν οι τιμές του πετρελαίου ήταν υψηλές, η κυβέρνηση της χώρας δεν προχώρησε σε επανεπενδύσεις στην βιομηχανία με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο εξοπλισμός και η παραγωγή της εταιρείας. Ιδιαίτερα μια βιομηχανία όπως η πετρελαϊκή, που είναι αμιγώς έντασης κεφαλαίου.
Το παράδειγμα της Βενεζουέλας δείχνει σε όλες τις χώρες που διαθέτουν φυσικούς πόρους ότι η αποτελεσματική εκμετάλλευση τους συνδέεται πάντα με τις επενδύσεις που απαιτούνται έτσι ώστε να παραμένουν ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά. Οι κυρώσεις εναντίον της Βενεζουέλας που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια, μικρή επίπτωση θα είχαν εάν η βιομηχανία της ήταν ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο. Η λειτουργία μια κρατικής εταιρείας δεν διαφέρει σημαντικά από την λειτουργία μιας ιδιωτικής επιχείρησης. Απαιτείται η συνεχής επένδυση σε εξοπλισμό για να διατηρείται το ενεργητικό και των δύο σε άρτια κατάσταση και να μεγιστοποιείται η δυνατότητα παραγωγής αγαθών.
Τα άσχημα νέα για την χώρα συνεχίζονται. Την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε ότι λόγω μη έγκαιρης εξόφλησης 1,6 δις ευρώ δανείου της Βενεζουέλας, η Citigroup αποφάσισε να πουλήσει χρυσό της χώρας αξίας 1,1 δις ευρώ που διακρατούσε ως εξασφάλιση για την παραπάνω δανειακή συμφωνία.
Οι εξειδικευμένοι Σύμβουλοι επιχειρήσεων της Financial Factor Consulting με την πολυετή εμπειρία τους βρίσκονται πάντα δίπλα στην Ελληνική επιχείρηση υποστηρίζοντας την σε όλα της τα σχέδια, ανεξαρτήτως μεγέθους, είτε αφορούν την καθημερινότητα της είτε την Στρατηγική της στόχευση.
Επιμέλεια Δονάτος Ι. Πετράτος
Financial Factor Consulting
Τμήμα Αναλύσεων

Μοιραστείτε το:

Πρόσφατα

Παλαιότερα Άρθρα

Ιστορικό